- σύντομος
- -η, -ο / σύντομος, -ον, ΝΜΑ, και αττ. τ. ξύντομος A1. ο μικρής διάρκειας ή απόστασης, βραχύς (α. «σύντομος δρόμος» β. «σύντομο διάλειμμα» γ. «ἀλλ' ἔστιν ἀτραπὸς ξύντομος τετριμμένη», Αριστοφ.)2. βραχυλογικός, λακωνικός, συνοπτικός (α. «σύντομη έκθεση» β. «φανῶ... σημεῑα τῶνδε σύντομα», Σοφ.)μσν.(το ουδ. ως επίρρ.) σύντομονμε συντομίααρχ.1. (για ανάστημα) κοντός2. ξαφνικός, άμεσος («σύντομον... θάνατον», Ωριγ.)3. το θηλ. ως ουσ. ἡ σύντομος(ενν. ὁδός) σύντομος δρόμος4. το ουδ. ως ουσ. η συντομία5. φρ. «ἐν συντόμῳ»α) με λίγα λόγιαβ) σε επιτομή (Επιφάν.).επίρρ...συντόμως ΝΜΑ, και σύντομα Ν1. εν συντομία, με λίγα λόγια2. (για χρόνο) σε μικρό χρονικό διάστημα, προσεχώς.[ΕΤΥΜΟΛ. < συν-* + -τομος (< τόμος < τέμνω), πρβλ. ἀπό-τομος, ἐπί-τομος].
Dictionary of Greek. 2013.